ἐοῖσιν

ἐοῖσιν
εἰμί
sum
pres part act masc/neut dat pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἑοῖσιν — ἑός his masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτέαρ — κτέαρ, γεν. κτέατος, τὸ (Α) κτήμα, ιδιοκτησία («τίς γάρ σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῑσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτέαρ < *κτηαρ, με βράχυνση φωνήεντος ( η > ε ) προ φωνήεντος ( α ), < *κτηFαρ < θ. κτη τού κτώμαι (πρβλ. ἐ κτή θην) + αρ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”